Μάθετε τα πάντα για τον χορό

τα πάντα για τον χορό, δωρεάν και χωρίς διαφημίσεις!

info@pro-dance.gr  

Στο τμήμα «Νέα» θα βρείτε όλες τις πρόσφατες καταχωρήσεις.

Λεξικό Ρεμπέτικου τραγουδιού. Γράμματα Y-Ω.

Φ

Φάντης:
1. Τραπουλόχαρτο με τη φιγούρα νεαρού άντρα.
2. Απροσδόκητη, ξαφνική και συχνά ανεπιθύμητη εμφάνιση κάποιου.

Φαραώ: Παιχνίδι της τράπουλας.

Φελάχος, Φελάχα, Φελαχοπούλα: Ιθαγενής αγρότης, χωρικός της Aιγύπτου.

Φερμάρω:
1. Βάζω στο στόχαστρο, ετοιμάζομαι να επιτεθώ.
2. Παρακολουθώ με προσοχή, προσηλώνω το βλέμμα μου σε κάποιον ή κάτι. Από τη στάση (φέρμα) που παίρνει το κυνηγόσκυλο όταν βρει το θήραμά του: κοκαλώνει κοιτάζοντάς το, έτσι ώστε να υποδείξει στον κυνηγό το στόχο του.

Φθίση:
1. Φυματίωση.
2. Φθισικός: ο φυματικός (χτικιό).

Φιντάνι:
1. Το νέο φυτό, το βλαστάρι.
2. Μεταφορικά το νεαρό πρωτοεμφανιζόμενο άτομο.

Φιρμάνι:
1. σουλτανικό διάταγμα
2. έγγραφο που κοινοποιεί στον παραλήπτη απόφαση ή εντολή που πρέπει να εκτελεστεί υποχρεωτικά

Φιόγκος: Άνδρας μαλθακός, χωρίς έκδηλο ανδρισμό.

Φοίνικας: Χωριό παραθαλάσσιο στο νοτιοδυτικό τμήμα της Σύρου.

Φουμέρνω, Φουμάρω: Καπνίζω (τσιγάρο, χασίς κλπ.). αργιλέ, σπαχάνι, μαύρη..."

Φουντάρω: Βουλιάζω, βυθίζομαι, πάω στον πάτο, στο βυθό, πέφτω από ένα ύψος προς τα κάτω, βουλιάζω, ρίχνω άγκυρα, αγκυροβολώ.

Φραμπαλάς:
1. είναι λωρίδα από ύφασμα με πιέτες ή σούρα που τη ράβουν στο κάτω μέρος ενός ρούχου, φούστας, φορέματος ή στα μανίκια, για διακοσμητικό.
2. Άνθρωποι που διασκεδάζουν και κάνουν θόρυβο μαζεμένοι όλοι μαζί, που αστειεύονται κ.λπ.
3. Η χοντρή γυναίκα
4. Γενικά, η γυναίκα που άρεσε στους άντρες.

Φρατέλοι: Ονομάζονταν οι Ιταλοί στρατιώτες (δεν έχει τη σημασία κάποιου τίτλου στρατιωτικού η λέξη) κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, για να φανεί η σύμπνοια, η συναδέλφωσή τους.

Φρούμελ: Λικέρ χρώματος τριανταφυλλί, των αδελφών Παναγιωτάκη.

Φρόκαλο: Σκουπίδι και κατ' επέκταση "τιποτένιος άνθρωπος", "χαμηλής νοημοσύνης", αλλά και "άσχημος".

Φρύγανο:
1. Το μικρό ξερό κλαδί ή θάμνος, που χρησιμοποιείται συνήθως ως προσάναμμα σε φωτιά.
2. Επίσης, τύπος φυσικού οικοσυστήματος, ξηρού και άγονου, στο οποίο κυριαρχούν μικροί θάμνοι και ποώδη φυτά.

Φόρτσα: Με δύναμη, υπερβολικά, ορμητικά.

Χ

Χάσικος: Σημαίνει καλής ποιότητας, εκλεκτός, καθαρός, άσπρος.

Χήνα: Το χιλιάρικο. Μεταφορικά, οποιοδήποτε χάρτινο νόμισμα.

Χαβάς: Σκοπός, μελωδία τραγουδιού. Επίσης πεισματώδης επανάληψη των ίδιων λόγων, πράξεων, συμπεριφοράς κλπ. («Χαβάς» στα τούρκικα σημαίνει «αέρας»)

Χαλιμά: Κεντρική ηρωίδα της συλλογής ανατολίτικων ιστοριών Χίλιες και μια νύχτες, με το οποίο όνομα ο άγνωστος μεταφραστής του 19ου αιώνα αντικατέστησε το αυθεντικό όνομα Σεχραζάτ (περσ. προέλευσης), ίσως γιατί είχε ακούσει αραβική διασκευή του παραμυθιού.

Χαμάμ: Δημόσια θερμά λουτρά ανατολίτικου τύπου.
Κατ' επέκταση το πλύσιμο του σώματος που γίνεται σ' αυτά και που συνοδεύεται από δυνατό τρίψιμο, αλλά και κάθε κλειστός και υπερβολικά ζεστός χώρος.

Χαράμι: Ανώφελα, μάταια, για κάτι που γίνεται ή που ξοδεύεται ανώφελα, χωρίς να το αξίζει ή χωρίς να υπάρχει κάποιο κέρδος.

Χαραμίζω: Διαθέτω ή ξοδεύω κάτι άδικα, χωρίς να έχω το αποτέλεσμα που περίμενα.

Χαρέμι:
1. Στους μουσουλμανικούς λαούς, το διαμέρισμα των γυναικών, ο γυναικωνίτης, το σύνολο των γυναικών ενός Οθωμανού που κατοικούν σ' αυτό το διαμέρισμα, οι γυναίκες τις οποίες ένας άντρας έχει ταυτόχρονα ως ερωμένες του.
2. πολλές γυναίκες που τυχαίνει να συνοδεύονται μόνο από έναν άντρα.

Χαρακίρι:
1. Κάθε πράξη αυτοκαταστροφής.
2. "θα κάνω χαρακίρι"= έκφραση απόγνωσης, όταν κάποιος δεν μπορεί να αντέξει άλλο μια κατάσταση
3. τελετουργική αυτοκτονία με βαθύ σκίσιμο της κοιλιάς με ξίφος ή μαχαίρι. Ήταν μέρος της παλιότερης παράδοσης της ιαπωνικής στρατιωτικής τάξης των σαμουράι και αποτελούσε βασικό στοιχείο του κώδικα τιμής για πολεμιστές ή αξιωματούχους που είχαν ατιμαστεί, καταδικαστεί σε θάνατο ή ήταν έκφραση βαθύτερου πένθους.

Χαρμάνης: Ο εθισμένος χρήστης ναρκωτικών, ο οποίος δεν έχει κάνει χρήση για πολύ καιρό, με αποτέλεσμα να υφίσταται το σύνδρομο της στέρησης.

Χαρχαλάς:
1. Αυτός που κάνει θόρυβο, αρβάλα.
2. Αυτός που ψαχουλεύει κάνοντας θόρυβο.
3. Ο χωρίς χάρη, ο χοντροκομένος στις κινήσεις του, ο αργόστροφος.

Χασίς: Διεγερτική ουσία,. Παρασκευάζεται από το φυτό Ινδική Κάνναβις και η χρήση του είναι απαγορευμένη. Άλλες ονομασίες: χασίσι, μαύρο / μαύρη.

Χατζηκυριάκειο: Συνοικία του Πειραιά,

Χρυσή, Βγάζω τη χρυσή:
1. παθαίνω ίκτερο και κιτρινίζω.
2. θυμώνω.

Χτένι: Τρόπος κλεψίματος με το ανακάτεμα στα χαρτιά.

Χτικιάζω:
1. παθαίνω από χτικιό, φθίση
2. (μεταφ.) για δήλωση έντονης στενοχωριέμαι, αγανακτώ.
3. ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι ή εξαντλώ κάποιον.

Χτικιό: Φυματίωση, μεγάλη κούραση, ταλαιπωρία

Χότζας:
1. Μουσουλμάνος ιεροδιδάσκαλος ο οποίος διδάσκειτο Κοράνι. (ιμάμης).
2. Πρωταγωνιστής διασκεδαστικών ιστοριών της Ανατολής.

Ψ

Ψιλό γαζί: Κοροϊδεύω κάποιον συστηματικά χωρίς αυτός να το αντιλαμβάνεται.

Ψυρρή: Ιστορική συνοικία με πλατεία με το ίδιο όνομα (σήμερα λέγεται "πλατεία Ηρώων" ) στο κέντρο της Αθήνας.

Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι ο χορός είναι δώρο των θεών προς τον άνθρωπο.

Αφοσιωμένοι πιστά στην ιδέα ότι ο χορός ομορφαίνει την ζωή όλων μας και μας κάνει καλύτερους, αγωνιζόμαστε συνεχώς για την διάδοσή του.
Η ιστoσελίδα "pro-dance", με εντελώς δωρεάν και χωρίς διαφημίσεις παροχές, προσπαθεί καθημερινά να προσφέρει χρήσιμα για τον χορό πράγματα, κάνοντας τον χορό προσιτό ακόμα και σε αυτούς που δεν έχουν χρήματα για να ασχοληθούν με τον χορό ή κάποιο πρόβλημα τους κρατάει μακριά από αυτόν.
Περισσότερες πληροφορίες όσον αφορά την εκπαίδευση στον χορό θα βρείτε:
E-mail: info@pro-dance.gr
Τα μηνύματα χωρίς στοιχεία (όνομα-τηλέφωνο) δεν θα απαντηθούν.