Μάθετε τα πάντα για τον χορό

τα πάντα για τον χορό, δωρεάν και χωρίς διαφημίσεις!

info@pro-dance.gr  

Στο τμήμα «Νέα» θα βρείτε όλες τις πρόσφατες καταχωρήσεις.

Λεξικό Ρεμπέτικου τραγουδιού. Γράμμα M.

Μ

Μάπα:
1. πρόσωπο.
2. βλάκας.
3 για πέταμα, λόγω κακής ποιότητας.
4. σφαλιάρα, Γενικά, ξύλο.

 Μάπας: Ο αργιλές.

Μέγκλα: Κάτι κομψό, φίνο, ένα προϊόν άριστης ποιότητας.

Μαγκιόρος: Μερακλής, εξαιρετικός,

Μανιτάρι, Μανίτα: Eίναι ένα κόλπο που κάναν οι πορτοφολάδες για να κλέβουν τα πορτοφόλια σε χώρους με πολύ κόσμο. Στα χαρτιά, μανίτα σημαίνει ότι στο τραπέζι υπάρχει ομάδα παικτών συνεννοημένων.

Μαργιόλος, Μαριόλος, Μαριόλα, Μαργιόλα: Πονηρός, καταφερτζής, παιχνιδιάρης.

Μαργιολιά: Πονηριά, τέχνασμα.

Μαρμάγκα:
1. Θα με φάει η μαρμάγκασημαίνει: «θα συμφορά
2. Δηλητηριώδους αράχνης.

Μαστούρα, Μαστουρώνω: Κατάσταση ανθρώπων υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών.

Μαστραπάς: Mικρό φορητό δοχείο για τοποθέτηση υγρών.

Ματσαράγκα: Απάτη, κατεργαριά.

Ματσαράγκας: Απατεώνας.

Μαυραγορίτης: Aυτός που πουλά, στη μαύρη αγορά.

Μαχαραγιάς:
1. τίτλος Iνδών ηγεμόνων.
2.άνθρωπος που ζει μέσα στην πολυτέλεια

Μαχμουρλής, Μαχμούρης: Νωθρός, βαρύθυμος, ύστερα από πολλές ώρες ύπνου.

Μαύρο:  Κατεργασμένο χασίσι,

Μαύρος
1. χωροφύλακας (από το χρώμα της στολής τους).
2. «φουκαράς», «δυστυχισμένος».

Μεμέτης: Ο Μουσουλμάνος.

Μεντρεσές: Mουσουλμανικό ιεροδιδασκαλείο.

Μερακλής: Αυτός που του αρέσουν τα ωραία και καλοφτιαγμένα με μεράκι πράγματα

Μετζίτι: Παλιό τουρκικό νόμισμα, που ισοδυναμεί με την τουρκική λίρα.

Μετζαρόλια: Είδος κλεψύδρας για δύτες.

Μετρέσα: Γυναίκα που συζεί με τον εραστή της.

Μηχανή:  Μηχανή: κόλπο, πονηριά, μεθόδευση.

Μοβόρος: Σκληρός, απάνθρωπος, τύραννος.

Μοράβας: Βουνό στα Αλβανικά σύνορα.

Μουρμούρης:
1. σκληρός μάγκας.
2. αυτός που μιλά μέσα από τα δόντια του

Μουρντάρης: Ο μπερμπάντης, αυτός που κάνει απάτες και ακολασίες.

Μουστερής Ο πελάτης, αυτός που ενδιαφέρεται για κάτι.

Μούσμουλα Οι σφαίρες.

Μπέμπελη Η ιλαρά. Βγάζω την μπέμπελη: σκάω από τη ζέστη.

Μπέμπης: Ο αργιλές.

Μπερεκέτι:  Αφθονία πλούτος.

Μπέσα: Τιμή, εμπιστοσύνη.

Μπέτης: Στήθος, στέρνο, καρδιά, ψυχή.

Μπέϊ, Μπέη: Ο Βισκαϊκός κόλπος

Μπαγάσας: Κατεργάρης, πονηρός.

Μπαγαποντιά: Πονηριά, κατεργαριά,

Μπαγιαντέρα τα μαλλιά: Είδος κουρέματος των αρχών του αιώνα, σε στυλ αντρικό, προήλθε από την πρωταγωνίστρια της όπερας «Μπαγιαντέρα».

Μπαγιόκος: Κομπόδεμα, λεφτά.

Μπακίρι: Ο χαλκός.

Μπακαράς: Είδος τυχερού παιχνιδιού με τραπουλόχαρτα.

Μπαλαμούτι: Ψέμα, απάτη.

Μπαμπέσης, Μπαμπέσα Μπαμπέσικος: Πονηρός, ύπουλος.

Μπανίζω: Κοιτάζω με προσοχή και με σημασία, παρατηρώ, προσέχω ιδιαίτερα.

Μπαξίσι: Φιλοδώρημα που δίνει κάποιος για εξυπηρέτηση.

Μπαρμπαριά: Η Αλγερία. Βέρβεροι ή Μπέρμπεροι οι κάτοικοί της, εξ' ου και το όνομά της.

Μπαρμπουτζής: Αυτός που κουμαντάρει το παιχνίδι του μπαρμπουτιού.

Μπαρμπούτι: Τυχερό παιχνίδι που παίζεται με ζάρια.

Μπασκίνας: Κλασικός υβριστικός χαρακτηρισμός για αστυνομικό.

Μπατίρης: Αυτός που δεν έχει χρήματα, ο αδέκαρος.

Μπατιρίζω: Πτωχεύω, ξεπέφτω.

Μπάτσος: Αστυνομικός.

Μπαφιάζω:
1. μπουχτίζω. Εξ' ου και, στην μάγκικη αργκό, η έννοια του «απολαμβάνω ικανοποιητική ποσότητα χασισιού».
2. αισθάνομαι άσχημα, δυσανασχετώ για ορισμένη κατάσταση ή

Μπαχτσέ Τσιφλίκι: περιοχή κοντά στη Θεσσαλονίκη.

Μπαϊρακτάρης: Σημαιοφόρος.

Μπαϊράκι: Σημαία.

Μπεγλέρι: Κομπολόι.

Μπεζεστένι: Αρχικά, μπεζεστένι ήταν η αγορά υφασμάτων.

Μπεκιάρης: Ο εργένης, ο άγαμος άντρας.

Μπελαλής:
1. αυτός που γίνεται αφορμή για φασαρίες, καυγάδες, αντεγκλήσεις.
2. ο ζόρικος, ο δύστροπος.

Μπελεντέρι, μπελαντέρι: Αδελφός.

Μπεξινάρι, Μπεχ Τσινάρ: Περιοχή της Θεσσαλονίκης, όπου σήμερα βρίσκονται τα Σφαγεία,

Μπερμπάντης: Γλεντζές, άστατος, γυναικάς.

Μπεσαλής: Αυτός που κρατά το λόγο του, ο ντόμπρος, ο έμπιστος, ο τίμιος.

Μπιρ Αλλάχ: Ένας ο Αλλάχ.

Μπιτιρίνι: Το στήσιμο τυχερών παιχνιδιών, η μπαρμπουτιέρα.

Μπλόκο: Αποκλεισμός ενός χώρου, έτσι ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα διαφυγής από αυτόν ή επικοινωνίας με αυτόν.

Μποέμης, Μποέμισσα: Αυτός που ζει ανέμελα, χωρίς να νοιάζετια για τις κοινωνικές συμβατικότητες.

Μπουγιουρντί: Επίσημο έγγραφο, διαταγή με δυσάρεστο συνήθως περιεχόμενο.

Μπουκάρω: Μπαίνω ξαφνικά ή ορμητικά κάπου, συνήθως προκαλώντας κάποια ανωμαλία.

Μπουλασιλίκι: θυμός, οργή.

Μπουλμπούλ: Αηδόνι.

Μπουρνάμπασι: Β.Α. της Σμύρνης,

Μπουρνόβας: Προάστιο της Σμύρνης

Μπουτζάς: Πλούσιο προάστιο και δημοφιλής τόπος διακοπών, 9 χλμ Ν.Α. της Σμύρνης .

Μποχώρης: Ο Μποχώρης αγαθός άνθρωπος που έπεσε θύμα λόγω της αφέλειάς του.

Μυτιά: Εισπνοή ναρκωτικής ουσίας σε σκόνη καθώς και η αντίστοιχη ποσότητα.

Μόκο: Σιωπή, "κάνε μόκο": μη μιλάς, μη φέρνεις αντίρρηση.

Μόρτης, Μόρτισσα: Μάγκας, αλάνι, άνθρωπος με συμπεριφορά αντικοινωνικής.που αψηφά τον θάνατο, αυτού που μετέφεραν τους νεκρούς μετα από από επιδημία.

Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι ο χορός είναι δώρο των θεών προς τον άνθρωπο.

Αφοσιωμένοι πιστά στην ιδέα ότι ο χορός ομορφαίνει την ζωή όλων μας και μας κάνει καλύτερους, αγωνιζόμαστε συνεχώς για την διάδοσή του.
Η ιστoσελίδα "pro-dance", με εντελώς δωρεάν και χωρίς διαφημίσεις παροχές, προσπαθεί καθημερινά να προσφέρει χρήσιμα για τον χορό πράγματα, κάνοντας τον χορό προσιτό ακόμα και σε αυτούς που δεν έχουν χρήματα για να ασχοληθούν με τον χορό ή κάποιο πρόβλημα τους κρατάει μακριά από αυτόν.

Περισσότερες πληροφορίες όσον αφορά την εκπαίδευση στον χορό θα βρείτε: 
E-mail: info@pro-dance.gr
Τα μηνύματα χωρίς στοιχεία (όνομα-τηλέφωνο) δεν θα απαντηθούν.