Μάθετε τα πάντα για τον χορό

τα πάντα για τον χορό, δωρεάν και χωρίς διαφημίσεις!

info@pro-dance.gr  

Στο τμήμα «Νέα» θα βρείτε όλες τις πρόσφατες καταχωρήσεις.

Λεξικό Ρεμπέτικου τραγουδιού. Γράμμα Κ.

Κ

Κάμα: Δίκοπο μαχαίρι,

Κάνω ντου:
1. εισβάλλω σε χώρο
2. αιφνιδιάζω
3. ορμάω.

Κάνω την κυρία: Προσποιούμαι τον ανήξερο.

Κάπελας: Ταβερνιάρης.

Καβουρμάς:
1. Το τσιγαρισμένο κρέας που φτιάχνεται με κρεμμύδι και βούτυρο.
2. Κρέας που φυλάσσεται σε λίπος, μέχρι να χρησιμοποιηθεί.
3. Το ξεροψημένο, τραγανό, κουλούρι.

Καδέλι, Κάδος:  Μεγάλο δοχείο στο οποίο τοποθετούνται βαριά αντικείμενα.

Καζαντίζω, Καζάντι, Καζάντια: Προκόβω, κερδίζω, κάνω περιουσία.

Καλάμι: Το μαρκούτσι στους αυτοσχέδιους ναργιλέδες.

Καλάρω: Ρίχνω Δίχτυα, πετονιά, παραγάδι.

Καλαμπαλίκι: Θρυβος που προκαλείται από το πλήθος, οχλαγωγία, χάβρα.

Καλντερίμι:
1. λιθόστρωτος στενος δρόμος, από πέτρες ή πλάκες.
2. Η προσπάθεια της πόρνης να εξασφαλίσει πελάτη στο δρόμο.

Καλούμπα: O σπάγγος του χαρταετού, που είναι τυλιγμένος σε ένα κυλινδρικό κομμάτι ξύλου.

Καναβούρι Το χασίσι.

Καντίνι: Άψογα, στην τρίχα.

Καπετανάκης: Oνομαστός για τη σκληρότητά του δεσμοφύλακας των φυλακών της Αίγινας.

Καράρι: Το ταιριαστό, το πρέπον, το κανονικό.

Καραβάς: Τοπωνύμιο που απαντά σε πολλές περιοχές.

Καρακόλι: Χωροφύλακας.

Καραμπουρνάκι: Aκρωτήριο πο της Θεσσαλονίκης..

Καραπιπερίμ: Μαύρο πιπέρι.

Καρτούτσο: Δοχείο κρασιού που χωράει ποσότητα ίση με το 1/4 του κιλού.

Καρφωτήδες: Προδότες.

Κασαβέτι: Στενοχώρια.

Κασαδόρος: Διαρρήκτης χρηματοκιβωτίου.

Κασμάς και Γκασμάς: Εργαλείο για σκάψιμο.

Καστιγκάρι: Castle Garden Το νησάκι στην είσοδο του λιμανιού της Νέας Υόρκης.

Κασόμπρα: Χαμηλής νοημοσύνης, κακοντυμένη, με κακούς τρόπους.

Καταπινάρι: O φάρυγγας, το λαρύγγι.

Κατσάρι: Δερμάτινη παντόφλα.

Κατσαμάκια: Καμώματα, νάζια, υπεκφυγές, προφάσεις.

Κατσιβέλα: Γύφτισσα, σκλάβα.

Κατσιρμάς: Λαθρεμπόριο, κοπάνα, σκασιαρχείο..

Καψούρης, Καψούρα : Ερωτευμένος χωρίς ανταπόκριση, παθιασμένος.

Κελεπτσές: Χειροπέδες.

Κεμετζές: Η ποντιακή λύρα.

Κερχανάς (καραχάνα): Μπορντέλο.

Κεσάτι : Η αναδουλειά, η πτώση της εμπορικής

Κιμπάρης: Άνθρωπος με φυσική ευγένεια, γενναιόδωρος, αξιοπρεπής. ντυμένος με ρούχα κομψά.

Κισμέτ: Η μοίρα, το πεπρωμένο,

Κιτάπια:
1. τα κατάστιχα,
2. λογιστικά βιβλία

Κλωστηρού: Η εργάτρια σε σε νηματουργείο.

Κογιονάρω: Κοροϊδεύω, εμπαίζω.

Κοζάρω: Βλέπω, μπανίζω.

Κοκκινιά: Συνοικία του Δήμου Πειραιά, η συνοικία της Προσφυγιάς και της Αντίστασης

Κολαουζέρης: O επιτηρητής των δυτών.

Κολντεμίρι: Η αμπάρα.

Κολτσίνα ή κοντσίνα ή κολιτσίνα : Παιγνίδι της τράπουλας στα καφενεία.

Κομισέρης: Ο επιθεωρητής της αστυνομίας, ο εντεταλμένος.

Κονιόρος: Ξύπνιος, μάγκας.

Κοντζαγάκι: Τοποθεσία της Σμύρνης.

Κοντραμπατζής: Λαθρέμπορος.

Κορδελιό: Παραλιακή πολη της Μ. Ασίας.

Κορτάκιας, Κορτάκηδες: Αυτός που ερωτοτροπεί συνεχώς.

Κουβέρτα: Στη ναυτική ορολογία, το κατάστρωμα του πλοίου.

Κουκλουτζάς: Χωριό της Σμύρνης με ελληνικό πληθυσμό.

Κουλαντρίζω:
1.Χειρίζομαι επιδέξια, τα βγάζω πέρα,
2."τα ρίχνω" σε κάποιον ή κάποια.

Κουμπές: Τρούλος, θόλος εκκλησίας

Κουμπουριά: Η πιστολιά.

Κουμπούρας:
1.Αυτός που κρατά κουμπούρα, δηλαδή πιστόλι παλιού τύπου.
2.Βλάκας, αυτός που δεν μαθαίνει εύκολα.

Κουνελάκη: Λόφος στη Δραπετσώνα.

Κουρμπέτι: Η πιάτσα, η σκληρή και δύσκολη ζωή.

Κουρνάζος: Ξύπνιος, πονηρός, κατεργάρης.

Κουρντίζομαι: Στολίζομαι, ετοιμάζομαι.

Κουσαντιανή: Η καταγόμενη από το Κους Αντασί, κοντά στην Έφεσο.

Κουσουμάρω:
1. χειρίζομαι.
2. επιδεικνύω,
3. συμπεριφέρομαι.

Κουταλιανός: Πρωταθλητής στην άρση βαρών και παλαιστής.

Κουτούκι: Μικρή λαϊκή ταβέρνα.

Κουτσαβάκι, Κουτσαβάκης : Λαϊκός μάγκας με μουστάκι, ντύσιμο και τρόπους νταή, υπαρκτό πρόσωπο, γνωστού μάγκα του 19ου αιώνα.

Κουτσουκάρι ή Κουτσικάρι: O σημερινός Κορυδαλλός.

Κοχλαράκιας: O πρεζάκιας που παίρνει τη δόση του με ένεση χρησιμοποιώντας κουτάλι

Κούλουρη: Η Σαλαμίνα.

Κούτσουρα του Δαλαμάγκα: Ταβέρνα στη Θεσσαλονίκη.

Κούφιο:
1. Περίστροφο, όπλο
2. Κάποιος χωρίς χωρίς πνευματικές ανησυχίες.

Κρίσις: Παγκόσμια οικονομική κρίση

Κρατάω τσίλιες: Παραφυλάω μήπως παρουσιαστεί αστυνομικός.

Κρεμμυδαρού: Περιοχή της Δραπετσώνας,

Κρεπάρω: Σκάω, ξεπερνάω τα όρια της ψυχικής μου αντοχής.

Κόνιαλης: Κάτοικος του Ικονίου.

Κόνξες: Νάζια, πείσματα.

Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι ο χορός είναι δώρο των θεών προς τον άνθρωπο.

Αφοσιωμένοι πιστά στην ιδέα ότι ο χορός ομορφαίνει την ζωή όλων μας και μας κάνει καλύτερους, αγωνιζόμαστε συνεχώς για την διάδοσή του.
Η ιστoσελίδα "pro-dance", με εντελώς δωρεάν και χωρίς διαφημίσεις παροχές, προσπαθεί καθημερινά να προσφέρει χρήσιμα για τον χορό πράγματα, κάνοντας τον χορό προσιτό ακόμα και σε αυτούς που δεν έχουν χρήματα για να ασχοληθούν με τον χορό ή κάποιο πρόβλημα τους κρατάει μακριά από αυτόν.
Περισσότερες πληροφορίες όσον αφορά την εκπαίδευση στον χορό θα βρείτε:
E-mail: info@pro-dance.gr
Τα μηνύματα χωρίς στοιχεία (όνομα-τηλέφωνο) δεν θα απαντηθούν.